- σαλαΐζω
- ΝΑνεοελλ.σαλαγώαρχ.κραυγάζω θρηνητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλαίζω — cry out in distress pres subj act 1st sg σαλαίζω cry out in distress pres ind act 1st sg σαλαΐζω , σαλαίζω cry out in distress pres subj act 1st sg σαλαΐζω , σαλαίζω cry out in distress pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαίζειν — σαλαίζω cry out in distress pres inf act (attic epic) σαλαΐζειν , σαλαίζω cry out in distress pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαϊσμός — ὁ, Α [σαλαΐζω] (κατά τον Ησύχ.) «κωκυτός» … Dictionary of Greek
σαλαγώ — και σαλαγάω και σαλαΐζω 1. μτβ., οδηγώ το κοπάδι με φωνές: Σαλαγάει τα πρόβατα. 2. αμτβ., προκαλώ θόρυβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)